Monday, December 26, 2016

ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΜΑ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΣΚΟΠΕΛΟΥ



........... Η νύφη όμως πολλά είχε να υποφέρει με το στόλισμα. Νωρίς το απόγευμα και αυτή, σαν έπαιρνε το λουτρό της με μόσκο και ροδόσταμο, την παραλάβαιναν οι φιλενάδες της με δυο τρεις , ειδικές στο ντύσιμο γυναίκες να τη στολίσουν. Τεχνίτριες πια του λόγου της σε τούτα.
    Το τι φορούσε η νύφη……λίγη υπομονή και αναπνοή βαθιά. Ούτε λίγα , ούτε πολλά. Έξι άσπρα κουλουβόλια, στη σειρά, φουστάνια δηλαδή και όλα με πανωκόρμι. Το πρώτο ήταν ένα λεπτό ολοβρόχινο σωφόρι με μακριά φαρδιά μανίκια, ένα κομπινεζόν να πούμε αραχνοϋφαντο, ασήμαντο σε μπούγιο, ντόπιας παραγωγής. Οι άκρες των μανικιών του ήταν κεντημένες με χρυσές ταντέλες και με μαργαρίτες και άλλα ξόμπλια όμορφα. 
   Πάνω από το σωφόρι, φορούσε το δεύτερο φουστάνι της, το «μαλακοφ» που λένε. Το μαλακόφ, κάτω στον ποδόγυρο έφερνε ραμμένο γύρω – γύρω ένα στεφάνι από ατσαλόσυρμα που έχει διάμετρο γύρω στους εβδομήντα πόντους, για να φουντώνουν γύρω της τα φουστάνια τα άλλα και το νυφικό της για να βαδίζει καλύτερα. 
   Πάνω από το μαλακόφ, φορούσε το τρίτο της κουλουβόλι, εξίσου σεβαστό σε όγκο με το δεύτερο. Τα δύο μαζί είχαν ως τριάντα πήχες ύφασμα. Όμως σαν να μην έφτανε το ζαλίκι τούτο, της φόρτωναν και άλλο τόσο. Τρία κουλουβόλια, ακόμα πάνω απανωτά, με είκοσι πήχες ύφασμα επιπλέον.
  Κάστρο η νύφη απόρθητο. Μα ακόμα δεν τελειώσαμε. Πάνω από όλα τούτα φορούσε πια το μαύρο , ατλαζένιο νυφικό της, το έβδομο στη σειρά φουστάνι το «Μόρκο» με τις φαρδιές μπρετέλες (ανωμίτες), που κούμπωναν στους ώμους. Το μόρκο με τους πολλούς πλισέδες που αρχίζουν από τη μασκάλης ως κάτω και με τα χίλια μύρια ξόμπλια του, τα χρυσάφια τα μεταξένια, ολόγυρα, λίγο πιο κάτω από τη μέση, που μοιάζουν λες του νησιού τη μαγεμένη άνοιξη με τα άλικα γαρίφαλα, τις ανεμώνες και τα γιασεμιά, ήταν βαρύ φουστάνι μα και βαρύτιμο πολύ.
    Είναι αλήθεια πως οι ώμοι της νύφης κόβονται. Τι βάρος! Τα γόνατα της λύγιζαν. Και αν ήταν καλοκαίρι, ασφυξία…όμως η νύφη άντεχε και το κουράγιο δεν απόλειπε. Για τέτοια χαρά, το τι δεν θα έδινε κανείς. Χαλάλι η κούραση και το φορτίο που σηκώνει.
 Και προχωράμε και πάλι δεν τελειώσαμε. Πάνω από το μόρκο, φορούσε ένα είδος κοντογιλέκου με τα μανίκια του κλειστά στην άκρη από γκρενά βελούδο, χρυσοκέντητα το «μπαμπουκλί». Τα μανίκια του από μέσα ήταν ντυμένα μ’ ένα στρώμα από μπαμπάκι για να φαντάζει η νύφη ότι έχει μπράτσα αφράτα και χοντρά. Γούστα ίσως εκείνου του καιρού. Μάλλον όμως λόγοι συμμετρίας το επέβαλλαν. Από τη μέση και κάτω η νύφη φρεγάτα αρματωμένη, ετοιμοτάξιδη να τη δεις, και πάνω χέρια τσάκνα. Άσχημο και αταίριαστο. Παχιά λοιπόν και αφράτα μπράτσα, έστω και μπαμπακένια. 
   Τέλος στα χέρια φορούσε άσπρα γάντια δίχως δάχτυλα και δαχτυλίδια διαμαντένια. Έτσι με τούτα τα στολίδια και με το «μπαμπουκλί», τα χρυσοκέντητα μανίκια και τις δαντέλες του πουκαμίσου, το άκρο χέρι, ως έπεφτε πάνω στου νυφικού το μαύρο φόντο, έδειχνε φανταχτερό και γραφικό. Μα και τα πόδια της νύφης όμορφα στολίζονταν. Της φορούσαν άσπρες κάλτσες πλεκτές και χρυσοκέντητες παντόφλες και όπως περπατούσε η νύφη, ανασηκώνοντας το μόρκο πότε – πότε τόνιζαν μια άλλη ταιριαστή ομορφιά στο σύνολο.
   Όμως η καλύτερη τεχνίτρια, την τέχνη της, την έβαζε στο στόλισμα του κεφαλιού της νύφης. Εκεί ήταν το δύσκολο. Έπρεπε όμως και η νύφη να προετοιμαστεί γι’ αυτό. Τις παραμονές του γάμου έβαφε με χόχλο τα μαλλιά της μαύρα, κορακίσια, ως και τα φρύδια της ακόμα, για να φαντάζει όμορφη, μαυροφρυδούσα Παναγιά σαν έμπαινε στο στεφάνι.
    Αυτά λοιπόν τα κορακίσια μαλλιά τα πλέκανε μικρά, λεπτούλια κοτσιδάκια και τα έδεναν με τον «μπονέ». Ο μπονές ήταν μαύρες κλωστές στριμμένες και πλεγμένες κοτσιδάκια, που δύσκολα ξεχώριζαν με εκείνα των μαλλιών. Πάνω από τον μπονέ καρφίτσωναν τα «τσατσάκια», κοτσιδάκια και τούτα δηλαδή  από χρυσόνημα πλεγμένα. Και πάνω απ’ όλα έριχναν τον «αέρα», ένα μικρό ολόλευκο μεταξωτό μαντήλι αεράτο. Όλα τα παραπάνω τα έδεναν στο κεφάλι με μια μαύρη βελουδένια κορδελίτσα, το «καπιτσέλι», περνώντας την κάτω από το σαγόνι. Έτσι και οι μπονέδες στεριώνονταν καλά μα και το πρόσωπο της νύφης έπαιρνε μια στρογγυλάδα και η νύφη φάνταζε φεγγάροπρόσωπη και ωραία. Τέλος μπροστά στο στήθος της κρεμούσαν μια ροζ πλατιά μεταξωτή κορδέλα , το «τσάτσαρο» και η νύφη έτοιμη για το γαμπρό.
    Την έβλεπε τώρα ο γαμπρός και ο νους του σάλευε, η τεχνίτρια καμάρωνε την τέχνη της, και οι φιλενάδες κρυφοδαγκάνονταν και ζήλευαν την ομορφάδα της, έτσι όπως την έβλεπαν στα χρυσά, ντυμένη νυφούλα, κυρά και αρχόντισσα. Ώρα όμως οι λαλητάδες, άρχιζαν του γάμου τα τραγούδια. Φούντωνε ο γαμπρός και η νύφη από γλυκιά συγκίνηση, γοργοχτυπούσαν οι καρδιές τους.


πηγή: Αρχείο Γυμνασίου Σκοπέλου "Καισάριος Δαπόντες"
Φωτογραφία: "Η Σκόπελος μέσα στον χρόνο"
Επιμέλεια: Σπυριδούλα Μπετσάνη
Για τον Π.Λ.Σ

Thursday, December 1, 2016

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ....του Θανάση Ν. Παπαευσταθίου

To τέλος της μικρής μας…πόλης.

   Γεννήθηκα στη Σκόπελο τέλη του 1958. Η πρώτη μου λοιπόν εικόνα της γενέτειρας μου γης, που απέχει πολύ από τη σημερινή της όψη, ανάγεται στις αρχές της δεκαετίας του 60. Ποια ήταν λοιπόν η όψη της Σκοπέλου τότε;
   Μια παραλία στην οποία το Ηρώον ήταν αρκετά στην άκρη. Στην θέση της σημερινής προβλήτας (παλίο λιμάνι) μια μικρή προεξοχή για τις βάρκες, ο «κομμένος». Μεταξύ των 2 περιπτέρων (Καθηνιωτη – Λιθαδιώτη) λίγα παραδοσιακά καφενεία και λίγα εστιατόρια και ουζερί.
    Η Σκόπελος είχε τότε ένα έντονο παραδοσιακό νησιώτικο χρώμα, με τις γριές να φορούν τσ’ φστάνες με σπίτια και σοκάκια παραδοσιακά, που φαίνονταν υπέροχα από την Αμπελική, που ήταν ο τόπος των σχολικών μας εκδρομών. Είχε και 2 δημοτικά και ένα κτίριο για το γυμνάσιο αληθινά στολίδια. Είχε όμως και φτώχεια το νησί που  ανάγκαζε πολλούς νησιώτες να μπαρκάρουν ή να μεταναστεύουν κατά ομάδες στην Αμερική ή στις συνοικίες των Αθηνών.
    Δύο οικονομικούς άξονες διέθετε κύρια το νησί. Δαμάσκηνο και ελιά. Κάθε Αύγουστο δεν υπήρχε ψυχή στην παραλία.  Όλοι στην εξοχή, στα καλύβια με τη σκοπελίτικη φύση να αναδύει από παντού τη μυρωδιά του καρπού, που λιάζονταν ή ψήνονταν. Τελειώνοντας τα δαμάσκηνα άρχιζε η εποχή της ελιάς. Στο δρόμο της Ελευθερώτριας, εκτός από το Συνεταιρισμό, υπήρχα 2 ακόμη παραδοσιακά λιοτρύβια. Και από όσα έχω ακούσει, πριν το 60 υπήρχαν πολλά διασκορπισμένα σε όλο το νησί.
    Στο δρόμο της Ελευθερώτριας λοιπόν  και στα γύρω στενά υπήρχαν πολλές αποθήκες, που οι ιδιοκτήτες τους αγόραζα βρώσιμη ελιά. Κάθε απόγευμα, μετά τις 4 τέτοια εποχή, τα πλακόστρωτα αντηχούσαν από το ποδοβολητό των μουλαριών, που έφερναν στην πόλη τον ευλογημένο καρπό.
   Συγκοινωνία εκτός του νησιού είχαμε μόνο με τα μονοπάτια. Θυμάμαι κάποια πρωινά , πόση κίνηση είχε ο δρόμος Αλούπι – Αγ. Παρασκευή. Όσο για θαλάσσια συγκοινωνία 2 καϊκια ο «Πασχάλης» και η «Κατερίνα», ήθελαν 10 ώρες και μπουνάτσα για να φτάσουν στο Βόλο. Ήταν βέβαια αραιά – αραιά και ο «Κύκνος», ένα όμορφο σκαρί , που όμως αποβίβαζε τους επιβάτες σε βάρκες από αρκετή απόσταση έξω από το λιμάνι.
    Φτώχεια και δυσκολίες λοιπόν, αλλά άνθρωποι ντόμπροι, που όταν τους δινόταν η ευκαιρία γλεντούσαν. Στα δεκάδες πανηγύρια, στις γιορτές και στις ανάπαυλες από τις αγροτικές εργασίες. Προπάντων όμως την Αποκριά. Τότε υπήρχα αληθινοί μύστες του Διόνυσου, που σε κάθε ευκαιρία διακωμωδούσαν τα πάντα.
   Και μια θάλασσα πεντακάθαρη. Με μιαν άμμο δίπλα στο λιμάνι να είναι το σχολείο , όπου μάθαμε κολύμπι. Με έναν όρμο γεμάτο λιθρίνια – σαργούς – μουρμούρες. Με αστακούς, καραβίδες καβούρες σε τιμές προσιτές. Και με ακτές σαν το Λιμνονάρι ή τον Πάνορμο έρημες όπου μαζεύαμε κοχύλια και καβούρια.
    Είχε και  τους τουρίστες της τότε η Σκόπελος. Λίγους φανατικούς του νησιού θαυμαστές, που υποθέτω περνούσαν καλά, αφού οι κάτοικοι ήταν φιλόξενοι και τους περισσότερους τους ήξερα με τα μικρά τους ονόματα.
   Το τέλος της μικρής μου πόλης, όπως τη γνώρισα στα πρώτα μου δειλά βήματα στη ζωή συνέβη στις 9 Μαρτίου 1965. Στο σινεμά ο θεατρικός θίασος της Γκέλυς Μαυροπούλου. Εγώ μαθητής στη Α’ Δημοτικού, ήμουν στις πρώτες θέσεις, που παραδοσιακά ανήκαν στους πιτσιρικάδες. Κι  ένιωσα και εγώ μαζί με εκατοντάδες συμπατριώτες που ήμασταν μέσα εκεί, τη Γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου απ’ τα 6,4 Ρίχτερ. Είδα στο δρόμο, που πετάχτηκα σε λίγο σκεπές να σωριάζονται  και από παντού να βρέχει ….τούβλα και κεραμίδια. Και από την άλλη μέρα, ψηλά από τον μύλο του Μπαλαλά, όπου είχαμε στήσει τις σκηνές αντίκρισα από μακριά  το κάτω σχολείο μας στη Φανερωμένη μαχαιρωμένο στη μέση από τη μανία του Εγκέλαδου.
Υγ . Ο τίτλος δανεισμένος από ομώνυμο βιβλίο του Δ. Χατζή.



Θανάσης  Ν. Παπαευσταθίου.

Sunday, November 27, 2016

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΠΑΛΕΤΟΥ - ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ - ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΠΑΛΕΤΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΑ
17:00 – 18:00 ΠΡΟΝΗΠΙΑ/ΝΗΠΙΑ
ΤΡΙΤΗ
18:00 – 19:00 Β΄& Γ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΠΕΜΠΤΗ
18:00 – 19:00 Α΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
19:00 – 20:00 Δ΄ - Ε΄ – ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΑ
18:00 – 19:00 ΕΝΗΛΙΚΕΣ
19:00 – 20:00 ΓΥΜΝΑΣΙΟ/ΛΥΚΕΙΟ
ΤΕΤΑΡΤΗ
18:00 – 19:00 Γ΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
19:30 – 20:30 ΕΝΗΛΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
18:00 – 19:00 Α΄& Β΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΣΑΒΒΑΤΟ
18:30 – 19:30 Δ΄ - Ε΄ – ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ


ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
ΤΡΙΤΗ 
10:30 -12:30 Α' ΤΜΗΜΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ 
ΤΕΤΑΡΤΗ 
18:00-20:00 Β' ΤΜΗΜΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ  
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: 
16:00-18:00   Α' ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΙΚΟ/ΕΦΗΒΙΚΟ
ΣΑΒΒΑΤΟ
12:00-14:00 Β' ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΙΚΟ/ΕΦΗΒΙΚΟ
16:30-18:30 Γ' ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΙΚΟ ΕΦΗΒΙΚΟ

Saturday, October 15, 2016

ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΕΛΙΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΠΑΥΛΟ ΝΙΡΒΑΝΑ. Μέρος 2ο

"Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο 
Χρυσό κριάρια και στης Μαρίτσας τη
 ποδιά, σφάζονται παληκάρια. 
Μαρίτσα Πενταγιώτισσα, μωρή
 δασκαλοπούλα, εσύ τα ΄καμες ούλα!".


Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης...

Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης
σ᾿ ἕνα πράσινο χωριό,
καὶ δὲν εἶχε οὔτε χαΐρι
καὶ δὲν εἶχε οὔτε μυαλό.Μά, σὰ Γιάννης, δίχως γνώση,
τὸν ἐπόνεσε ἡ καρδιὰ
καὶ τοῦ κόλλησε μεράκι
γιὰ τὴν κόρη τοῦ παπᾶ!

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν - ὤχ! ὤχ! ὤχ!
Παλαμίδα σοῦ μυρίζει,
ντεϊμεντὲ νὰ φᾶς κολοιό.
Στὸν παπᾶ πηγαίνει ὁ Γιάννης
μιὰ καὶ δυὸ καὶ τοῦ μιλεῖ
καὶ τὴν Ἑλενιὼ γυρεύει
καὶ τὸ χέρι του φιλεῖ.

Μὰ ὁ παπὰς τὴν ἁγιαστούρα
παίρνει εὐτὺς καὶ τὸν ξορκίζει
καὶ μὲ τὴ χοντρὴ μαγκούρα
στὴν αὐλὴ τὸν προβοδίζει,
καὶ κρατώντας τὸ στειλιάρι
ἀνεβαίνει στὸ πατάρι:
- Κόρη μου νὰ σὲ χαρῶ
δυὸ λογάκια νὰ σοῦ πῶ!

Τὴν ἁρπάζει ἀπ᾿ τὴν κοτσίδα,
τὴν πετάει στὴν ἀντρομίδα
καὶ τῆς κάνει τὰ πλευρά της
μαλακὰ σὰν τὴν ...καρδιά της.
Τ᾿ ἄκουσαν μικροὶ μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν - χά! χά! χά!
- Τῆς ἀγάπης τὶς λαχτάρες
σοὺτ καὶ μήτε τοῦ παπᾶ!

Μὰ τοῦ Γιάννη τὸ μεράκι
τώρα τοὔγινε φαρμάκι.
Φεύγει, πάει, μιὰ καὶ δυό,
στὸ ψηλὸ καμπαναριό,
κάνει τὸ σκοινὶ θηλιὰ
καὶ κρεμιέται στὰ καλά.

Κ᾿ ἡ ξανθὴ παπαδοπούλα
ἔγινε καλογριούλα.
Τὸ χτωήχι στὸ δεξί της,
κομποσχοίνι στὸ ζερβί της,
ξέχασε πατέρα, μάνα
καὶ τρελλὰ παραμιλᾷ:
-Χτύπα, Γιάννη, τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά.

Τἄκουσαν μιροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦνε - χά! χά! χά!
χτύπα Γιάννη τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά!
Για τον ΠΛΣ
Επιλογή κειμένων και φωτογραφιών Σπυριδούλα Μπετσάνη
πηγή: el. wikipedia

Thursday, October 13, 2016

ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΕΛΙΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ "ΠΑΥΛΟ ΝΙΡΒΑΝΑ"

Παύλος Νιρβάνας

Με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Παύλος Νιρβάνας είναι γνωστός ο Έλληνας Σκοπελίτης λογοτέχνης Πέτρος Κ. Αποστολίδης. Ο πατέρας του, έμπορος Κωνσταντίνος Αποστόλου Κουμιώτης, ήταν από την Σκόπελο και η μητέρα του, Μαριέττα Ιωάννου Ράλλη, από τη Χίο.. Γεννήθηκε στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία) το 1866 και πέθανε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1937.
Σε μικρή ηλικία επιστρέφει στην Ελλάδα, στον Πειραιά, οπότε τελικά σπουδάζει στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890). Το έτος 1890 κατατάσσεται στο Βασιλικό Ναυτικό, από όπου και παραιτείται με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου το 1922, έχοντας διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί  Ελευθερίου Βενιζέλου. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, από την ίδρυσή του το 1930 έως το θάνατό του το 1937.
η περίφημη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη,
τραβηγμένη απο τον Πάυλο Νιρβάνα
Ο Παύλος Νιρβάνας εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε πολλά χρονογραφήματα σε εφημερίδες. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του και συνέβαλε στην ανάδειξη νεότερων λογοτεχνών π.χ. Ιωάννης Κονδυλάκης,Γρηγόριος Ξενόπουλος, Νίκος Καββαδίας. 
Τον συνέδεε αδελφική φιλία με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Λογοτεχνικά, τοποθετείται στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Επηρεάζεται από τον αισθητισμό και το συμβολισμό, καθώς και από το φιλόσοφο Νίτσε. Η πεζογραφία του διέπεται από ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ γλωσσικά ξεκίνησε από καθαρεύουσα και κατέληξε στη δημοτική γλώσσα. Ο Τέλος Άγρας έγραψε πως "η ηθογραφία του είναι τραγική και αποκλίνει προς το ζωηρό λυρισμό, όταν δεν τρέπεται προς τον πραγματικό σαρκασμό", ενώ ο Κώστας Ουράνης ανέφερε πως "ακόμη και το χιούμορ του το χρησιμοποιεί για να προκαλέσει μειδίαμα και όχι για να καυτηριάσει . Ένα απο τα πιο γνωστά του έργα είναι η "Μαρία  Πενταγιώτισσα".
Το 1923, βραβεύτηκε για το λογοτεχνικό του έργο με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο Μαρούσι το 1937.

Νῦν ἀπολύοις

Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ -ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ᾿ ὅλο τὸ νησί, χρόνια καὶ χρόνια- δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ᾿ ἀλάργα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ παιδὶ μοῦτσος στὰ Σκοπελίτικα καράβια καὶ πιὸ ὕστερα ναύτης καὶ λοστρόμος καὶ καπετάνιος, καὶ τώρ᾿ ἀκόμα, ποὖχε παρατήσει τὶς θάλασσες, γέρος ὀγδοντάρης, κι ἔπιασε τοὺς γιαλούς, μὲ τὴ μικρή του ψαρόβαρκα, τὴ «Μαχώ» -τῆς μοναχοκόρης του τ᾿ ὄνομα- δὲν ἄλλαζε ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου μὲ τὴ μοναξιά του. Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ᾿ ὄνομα. Ὡστόσ᾿ ὁ Στρατὴς δὲν ἤτανε καὶ τόσο μονάχος, στὴ μοναξιά του. Εἶχε τοὺς συντρόφους του. Κι ἂν δὲν τοὺς ἔβλεπε ὁ κόσμος, τί τάχα; Ὁ Στρατὴς γελοῦσε ἀπὸ μέσα του. «Τὰ μάτια τοῦ κόσμου, σὰ δὲν εἶναι στραβά, ἀλλοιθωρίζουν, ἔλεγε κάποτε μὲ τὸν ἑαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε μὲ τὰ μάτια μας. Κι ὅσα δὲ βλέπομε, εἶναι τὰ περισσότερα». Καὶ σὰν ἄκουγε τὸ παρανόμι του ἔλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειὸ καὶ μὲ τὰ στοιχειὰ ζῶ...».
Ὁ Στρατὴς στὴ μοναξιά του εἶχε τοὺς καλύτερους συντρόφους τοῦ κόσμου. Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Ἄνθρωπος δὲ στάθηκε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μοναχός του. Οὔτε τὰ στοιχειά, τ᾿ ἀληθινὰ στοιχειά. Κι ὁ πιὸ ἔρημος ἀκόμα, καὶ στοῦ βουνοῦ τὴν κορφὴ καὶ στὴ μέση του πελάγου νὰ τὸν βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε ἀγρίμι στοῦ λόγγου τὰ βαθειά, καὶ τὸ καψαλισμένο δένδρο, καταμεσῆς τοῦ κάμπου, βρίσκει τὸν σύντροφό του. Πολλὲς φορὲς ἔκανε μὲ τὸ νοῦ του τὴ συλλογὴ τούτη ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, ὅταν ἄκουγε ἀποπίσω του τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Μὰ ὁ κόσμος εἶναι στραβός, ἔλεγε. Μὲ ὅ,τι βλέπει μιλάει.
- Μοναχὰ μέσα στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανένας ἀληθινὰ ἔρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιὰ μπορεῖ νὰ σοῦ φέρει τρέλλα! Μακρυὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τὸν σύντροφό του. Καὶ τάχα μοναχὰ οἱ ἀνθρώποι εἶναι σύντροφοί μας; Ἕνα ζωντανό, ἕνα σκυλί, ἕνα γατί, ἕνα πετούμενο εἶναι κάποιες φορὲς καλύτεροι συντρόφοι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μονάχα τοῦτα; Ἕνα δένδρο, ἕνας βράχος, ἕνα κούτσουρο ἀκόμα. Τοὺς μιλᾷς καὶ σοῦ μιλοῦνε. T᾿ ἀγαπᾷς καὶ σ᾿ ἀγαποῦνε. Τύφλα νἄχουνε οἱ ἀνθρῶποι καὶ τὰ καλά τους.
Ωστόσ᾿ ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μήτε τέτοιο σύντροφο δὲν εἶχε κανένα. Οὔτε σκυλί, οὔτε γατί, οὔτε ζωντανό, οὔτ᾿ ἕνα κούτσουρο ἀκόμα.
Tο κορίτσι του, τὸ Μαχώ, τὴ μονάκριβή του, τὴν εἶχε ἀπὸ μικρή σε μία γερόντισσα, ποὺ τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὀρφανούλα. Στὴ χάση καὶ τὴ φέξη τὴν ἔβλεπε, τὰ πόδια του δὲ βαστούσανε ν᾿ ἀνεβαίνει συχνὰ ἀπάνω στὸ χωριὸ καὶ τὸ ψωμί του ἤτανε κάτω στὸ γιαλό. Μὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λαχτάρα της ἤτανε πάντα μαζί του. Καὶ μὲ αὐτὴ βαστιότανε στὸν κόσμο.
- Κι ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγάπη συντρόφοι μας εἶναι, ἔλεγε μοναχός του. Κι οἱ καλύτεροί μας συντρόφοι. Αὐτοὶ κι ὁ Στρατής. Τὸν ξέρω καὶ μὲ ξέρει. Τοῦ μιλῶ καὶ μοῦ μιλεῖ. Μαλλώνομε κι ἀγαπίζομε. Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια καὶ νὰ χωρίσομε γιὰ πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σὰ μαγείρευε κανένα ψαράκι μὲς στὴ βάρκα του καὶ τραβοῦσε καὶ τὴν τσότρα του, ἔβαζε κέφι ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή, καὶ ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ πρυμνιὸ σκαμνὶ ἀνάσκελα, κοίταζε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κι ἄρχιζε τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὶς ἔγνοιες του. Περνούσανε οἱ ὦρες, χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. Κι ὅταν κατέβαινε γλυκὰ ὁ ὕπνος ἀπὸ τ᾿ ἄστρα καὶ τοῦ γλυκοσφαλοῦσε τὰ μάτια, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἀποχαιρετοῦσε τὸ φίλο του: «Πολλὰ εἴπαμε, Στρατή. Ὥρα γιὰ ὕπνο, καληνύχτα». Ἔπαιρνε μία βαθειὰ ἀναπνοὴ κι ἔχανε τὸν κόσμο. Τὰ κυματάκια τὸν νανουρίζανε μὲ τὰ φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»
Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρὰ Θεοῦ, ποὺ τ᾿ ἀστέρια εἴχανε πληθύνει στὸν οὐρανὸ -μυριάδες ἄστρα εἴχανε προβάλει ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ στριμώνονταν τρελλὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, νὰ χαροῦνε τὴν ὄμορφη νύχτα- ὁ Στρατὴς εἶχε γλέντι σὰν πάντα. Ὅλη ἡ τσότρα ἔγινε θυσία ἐκεῖνο τὸ βράδι. «Τράβα, Στρατή, ἄλλη μίαν ἀκόμα νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω». Καὶ τραβούσανε ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή. Σὰν ἔστρωσε καὶ ξαπλώθηκε καὶ τράβηξε κι ἕνα τσιμπουκάκι, ἔδεσε τὰ χέρια πίσω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι κι ἄρχισε τὴν κουβέντα:
- Καλὰ περάσαμε καὶ σήμερα, Στρατή.
- Δόξα σοι ὁ Θεός!
- Γιὰ κοίτα τ᾿ ἀστέρια, Στρατή. Σμάρι τ᾿ ἀστέρια ἀπόψε. Γεμίσανε τὰ οὐράνια. Κι ὅλο φανερώνονται καινούργια. Ὅλο βγαίνουνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουνε.
- Λὲς κι ἔχει πανηγύρι στὰ ψηλὰ ὁ γερο-Θεός. Ὅλα του τ᾿ ἀστέρια τἄβγαλε ὄξω, δὲν ἄφησε κανένα ἀπόψε.
- Καιρὸς γι᾿ ἀρμένισμα, Στρατή. Σὰν ἔχεις τέτοια ἀστροφεγγιά, τί νὰ τὸ κάνεις τὸ φεγγάρι; Ἄπιστο πρᾶμα. Σοῦ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια. Σοῦ μπερδεύει τὶς στεριές, σοῦ ἀνακατεύει ὅλα τὰ πάντα. Λὲς καὶ κάνει μάγια ἀπάνω στὶς θάλασσες καὶ μαγεύει τοὺς μαρνέρους. Ἀνάθεμα τό! Δυὸ φορὲς ναυαγήσαμε μὲ τὸ φεγγάρι. Στρατή, τὸ θυμᾶσαι;
- Τὸ θυμᾶμαι, λέει; Ἡ θύμησή μας ἀπόμεινε... Καὶ δὲν εἶναι, ποὺ θὰ σὲ φᾶνε τὰ ψάρια, μόνο θὰ σοῦ ποῦνε καὶ τύφλα. Καὶ θὰ γελάει καὶ τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω σου. Εἶδες, ἀλήθεια, πῶς γελάει τὸ φεγγάρι καμμιὰ φορά;
- Τὸ φεγγάρι; Δυὸ πῆχες ἀνοίγει τὸ στόμα του, Στρατῆ, σὰ θέλει νὰ γελάσει.
Ὁ Στρατὴς τέντωσε τὰ χέρια του καὶ ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τὰ χρόνια ποὺ περάσανε. Μιὰ ζωὴ ἀπάνω στὴ θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Ἔφαγε τὸ σάλαδο μὲ τὸ καντάρι, μὲ τὸ χουλιάρι ἤπιε τὴ θάλασσα. Φουρτοῦνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ὠκεανοί, πολιτεῖες, χαρές, λῦπες, λαχτάρες, ἀποθυμιές, χαροπαλέματα καὶ πανηγύρια. Ἕνα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ἀνάμεσα στεριὰ καὶ θάλασσα, χωρὶς ἀναπαμό, χωρὶς ἀνάσα. Μιὰ ζωὴ ὄρτσα καὶ πότζα. Μιὰ ζωὴ σάρπα καὶ φοῦντο. Τώρα στὴν ἀνατολὴ καὶ τώρα στὴ δύση. Νὰ τὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ σοῦ γυρίζει τὸ κεφάλι...
- Καὶ τί ἀπολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.
- Καὶ ποιὸς ἀπόλαψε τίποτε στὸν ψευτόκοσμο; Εἴτε καὶ γυρίζεις σὰν τὸν ἄνεμο, εἴτε καὶ μένεις καρφωμένος στὸ χῶμα, σὰν τὸ δεντρί, τὸ ἴδιο ἀπόλαψες. Χαρὲς καὶ λῦπες μία στιγμὴ ἕνα γίνονται. Καὶ δὲν τὶς ξεχωρίζεις τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη...
- Σὰν παραμύθι, Στρατή, σὰν ξένο παραμύθι.
- Καὶ σὰν πάρει τέλος τὸ παραμύθι, τί σοῦ ἀπόμεινε; Ἕνας καημός. Ἕνας καημὸς γιὰ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου κι ἕνας γιὰ τ᾿ ἀχαμνά του.
- Ὥς που νὰ κλείσομε τὰ μάτια, Στρατή.
- Πὲς καὶ πὼς τἄχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ὡστόσο, πρὶν τὰ κλείσω, κάτι καρτερῶ νὰ δῶ ἀκόμα. Δὲ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸ δῶ. Σὰ μ᾿ ἀξιώσει, τότε θὰ πῶ κι ἐγώ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Θὰ τὸ πῶ μὲ τὴν καρδιά μου σὰν τὸ γερο-Συμεών, ποὺ λένε τὰ γράμματα.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, Στρατή.
- Πάει νὰ μαραθῇ τὸ καημένο τὸ κορίτσι! Ἕνα μου τ᾿ ἄφησε ἡ μάννα του, σὰν ἔφυγε. Μαζὶ φύγαμε στὸ ταξίδι. Ἐγὼ ξαναγύρισα, κι ἐκείνη -Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴν!- δὲν ξαναγύρισε πιά. Βρῆκε καλύτερα καὶ μᾶς ἄφησε. Τί νὰ γένει; Εἶπα κι ἐγὼ νὰ μ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ βλογήσω, νὰ πιάσω παιδὶ ἀπ᾿ τὰ χέρια του, νὰ χαρῇ κι ἐκείνη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Δὲν ἤτανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε τὴν τύχη τους, ἀκουμπήσανε τὸ κεφάλι τους. Τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ καὶ βρήκανε τὸν δικό τους. Εἴχανε μαννάδες αὐτά. Τὰ ὀρφανὰ ὅμως; Αὐτὰ τὰ φυλάει, λέει, ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς εἶναι. Σὰν τὸν κρίνο στὴ γλάστρα μαράθηκε τὸ Μαχώ. Κι ἡ ἔγνοια του μοῦ δίνει ζωὴ ἐμένα.
- Ἔχει ὁ Θεός, Στρατή... Ποῦ ξέρεις ἀκόμα; Καθένας μὲ τὴν τύχη του. Μὴν τὸ βάζεις μαράζι. «Ἀργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» τὸ λέει κι ἡ παροιμία...
Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας κόμπος ἔπιασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τι τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος του τὸ βῆχα του μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.
- Ποιὸς ἔβηξ᾿ ἔτσι; Χριστὸς καὶ Παναγιά!
- Κανένας. Ἐσὺ ἔβηξες, Στρατή.
- Ἀλήθεια, ἐγὼ ἔβηξα. Καὶ ξαφνίστηκα. Νόμισα πῶς ἔβηξε τὸ Μαχώ. Δὲν μπορῶ ν᾿ ἀκούω ἄνθρωπο νὰ βήχει... Δὲν μπορῶ.
Mια σιωπὴ θανατικὴ ἔπνιξε τὸ βῆχα. Τσιμουδιὰ δὲν ἀγροικιότανε τριγύρω. T᾿ ἀστέρια λαμπυρίζανε βουβὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ κυματάκια, ποὺ φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας ἀποκοιμήθηκαν κι αὐτά. Λὲς κι ὁ γερο-Θεός, κουρασμένος ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, εἶχε κλείσει τὰ μάτια του μέσα στὰ οὐράνια κι οἱ ἄγγελοι στάζαν᾿ ἀφιόνια πάνω σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, καμμιὰ φωνὴ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριο.
Ὁ Στρατὴς σήκωσε τὰ μάτια του πονετικά.
- Ἡ Πούλια ἔγυρε νὰ βασιλέψει, εἶπε σιγὰ-σιγά, κλείνοντας τὰ μάτια. Ἔγνοιες μου κοιμηθῆτε, νὰ ξυπνήσομε πάλι τὴν αὐγή...
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.
Ὅλη τὴν ἡμέρα -ἀνήμερα τοῦ Χριστοὺ- ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα τοῦ Στρατῆ, σάλευε μοναχή της, δεμένη στὸν ξύλινο μῶλο. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ δὲν εἶχε φανῆ καθόλου στὸ γιαλό. Δὲν ἤτανε ἡ μεγάλη σκόλη ποὺ τὸν κράτησε μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα του. Οὔτε ἀπόκρηα, οὔτε Λαμπρή, οὔτε ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τὸν ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα τοῦ Χάρου τὰ πανηγύρια τὸν ξελογιάζανε τὸν Στρατή. Κι ἤτανε τὸ τελευταῖο τοῦτο, ἀνήμερα τοῦ Χριστοῦ.
Bράδι-βράδι κατὰ τὸ σούρπωμα φάνηκε ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, κατεβαίνοντας στὸ γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, μὲ τὸ κομπολόγι κρεμασμένο πίσω ἀπ᾿ τὰ δεμένα χέρια του, περπατοῦσε, τρεκλίζοντας σὰ μεθυσμένος. Μὲ τὸν κοῦκο κατεβασμένον ὡς κάτω στὰ μάτια, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ βλέπει τὸν κόσμο, μ᾿ ἕνα μαῦρο πουκάμισο, ποὺ τοὔπνιγε σὰ θηλιὰ τὸ λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας ἀπάνω στὰ ξερολίθαρα. Ψυχὴ δὲν ἤτανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει, ἀφήνοντας χρυσάφια πίσω τοῦ -ὁ Στρατὴς δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα- καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε ψηλώσει στὸν οὐρανό, γεμίζοντας τὸν ἕνα γαλάζιο φῶς. Ἕνα πανηγύρι κάνανε στὸν οὐρανὸ τὰ σμιγμένα χρώματα, σὰν νὰ καλούσανε ὅλες τὶς ψυχὲς στὸ γλυκὸ ξεφάντωμα. Ὁ Στρατής, μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο κάτω, δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα. Ἕνας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ᾿ ἕνα περιβόλι τοὔφερε στὰ ρουθούνια μία μυρωδιὰ παράξενη ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς, ποὺ τοῦ φάνηκε γλυκειὰ σὰν παρηγοριὰ καὶ σὰν κάλεσμα νὰ πέσει καὶ νὰ κοιμηθῇ ἕναν ἀξύπνητον ὕπνο.
Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ κάτω στὸ γιαλὸ καὶ πέρασε τὴν ξύλινη σκάλα. Ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα του, τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη ἀπάνω στὰ νερά. Σὰν πέσανε τὰ μάτια του ἀπάνω της τοὔρθανε τὰ κλάματα. Στάθηκε καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του, τὸ γέρικο κεφάλι μὲ τ᾿ ἄσπρα μακρυὰ μαλλιά, τὸ κούνησε λυπητερὰ καὶ κατάπιε μέσα του τὰ δάκρυά του. Ἔλυσε τὸ σχοινὶ καὶ πήδησε μέσα, ὅπως ἔκανε πάντα. Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε σήμερα τί ἔκανε. Ἔπιασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. Σὰν ἔσβησε ὁ κρότος τῆς ἄγκυρας μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δειλινοῦ, στάθηκε στὴ μέση της βάρκας σὰ χαμένος. Ποτὲ δὲν εἶχε πέσει τόσο βαρειὰ ἡ ἄγκυρα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ νεροῦ. Στάθηκε πολλὴν ὥρα ἔτσι σαστισμένος. Ὕστερα, ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ πέσει νὰ κοιμηθῇ. Μὰ πάλι τοῦ ἦρθε νὰ σηκώσει τὴν ἄγκυρα, νὰ ζυγώσει στὸ μῶλο καὶ νὰ βγεῖ στὴ στεριά. Τὸν ἔπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορὰ ἔνοιωθε, πὼς ἤτανε μοναχός του μέσα στὸν κόσμο καὶ μοναχός του μέσα στὴ βάρκα. Ἀληθινὸ στοιχειό. Καὶ ὁ κόσμος τοῦ φάνηκε τώρα δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος κι ἡ βάρκα του καράβι τρικάταρτο, ποὺ βρισκότανε μέσα μοναχός του κι ἔρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος ἀπὸ ἕνα μαμούνι. Καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀποκρινότανε τώρα, σὰν τὶς ἄλλες φορές, στοὺς στοχασμούς του. Οἱ ἔγνοιες του εἴχανε πεθάνει κι αὐτές. Καὶ τοῦ ἦρθε φόβος. Ξανάκαμε τὸ σταυρό του, καὶ καθὼς δὲν τὸν βαστούσανε πιὰ τὰ πόδια, ἔγειρε καὶ ξαπλώθηκε χάμου, σὰ ζαλισμένος. Τὰ γέρικα στήθια του ἀνεβοκατεβαίνανε, σὰν νὰ τὰ τάραζε φουρτούνα, τὸ κεφάλι τοῦ σάλευε, τὸ ἄσπρο κεφάλι, σ᾿ ἕνα μοιρολόγι παράξενο χωρὶς δάκρυα.
- Στὸ καλό, Μαχώ, στὸ καλό, παιδί μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Νυφοῦλα μὲ τ᾿ ἄσπρα σε προβόδησα. Μαχώ, μὲ τὸν γαμπρὸ τὸν καβαλλάρη. Στὸ καλό, Μαχώ, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα. Αὐτὸ καρτερούσανε νὰ δοῦνε τὰ μάτια μου...
Ἕνα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὰ μάτια του, σὰν μπόρα ποὺ ξεσπάει μὲς στὴν ἄψη τῆς κουφόβρασης.
- Στὸ καλό, Μαχώ μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἔφυγες καὶ πῆρες μαζί σου τὶς ἔγνοιες μου καὶ τὶς λαχτάρες μου. Τὸ Στρατὴ μαζί σου τὸν πῆρες. Κι ἀπόμεινα ἕνα ξερὸ κουφάρι, μονάχος κι ἀπομόναχος. Ἕνα κουφάρι γιὰ πέταμα. Ποῦ οὔτε νὰ τὸ πετάξεις δὲν ἀξίζει. Στοιχειὸ τοῦ στοιχειοῦ. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἄς μοῦ τὰ κλείσει τώρα ὁ Θεός...
Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ᾿ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά. Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...
(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, A´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)
Πηγή el.wikipedia.
Για τον Π.Λ.Σ
Επιλογή Κειμένων
και Φωτογραφιών
Σπυριδούλα Μπετσάνη

Wednesday, September 28, 2016

Τα  ψυχοσωματικά οφέλη του χορού στα παιδιά…………

Τα περισσότερα παιδιά ασχολούνται με τον χορό για την άσκηση και τη ψυχαγωγία, που τους προσφέρει. Επιπλέον πλεονεκτήματα του χορού είναι η καλή φυσική κατάσταση, η απώλεια βάρους, βελτίωση ισσοροπίας, αγάπη για τη δραστηριότητα, η άυξηση αυτοπεποίθησης και η ανάπτυξη της εκφραστικότητας των παιδιών. Μέσα από τον χορό τα παιδιά γυμνάζονται διασκεδάζοντας. Εκτός όμως από την καλή φυσική κατάσταση ο χορός συμβάλει και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του, ενισχύοντας την κοινωνικότητα και την αυτοποεποίθηση του, διδάσκοντας του τον σεβασμό προς τον εαυτό του και τους άλλους. Επιπλέον το παιδί μαθαίνει να συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένο στόχο, χωρίς να αποσπάται η προσοχή του, βελτιώνοντας έτσι τη μνήμη του.

Η μουσική «ακονίζει» τον εγκέφαλο των παιδιών……….

Η γνώση μουσικής και ενός οργάνου προκαλεί αλλαγές στον εγκέφαλο οδηγώντας βαθμηδόν σε μια σειρά οφέλη όπως η μεγαλύτερη δυνατότητα μάθησης και η καλύτερη κατανόηση της γλώσσας.
 Σειρά μελετών από τις οποίες προέκυψε ότι οι εγκεφαλικές συνδέσεις οι οποίες δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της μουσικής εκπαίδευσης παίζουν ενισχυτικό ρόλο σε άλλες μορφές επικοινωνίας, όπως η ομιλία, η ανάγνωση αλλά και η κατανόηση-πρόσληψη ξένων γλωσσών. « Κατά τρόπο αντίστοιχο με τη σωματική άσκηση και τα ευεργετικά αποτελέσματά της στον οργανισμό, η μουσική ασκεί τον εγκέφαλο και τον κρατά σε φόρμα » λένε οι ερευνητές Νina Κraus και Βharath Chandrasekeran του Πανεπιστημίου Νorthwestern στο Ιλινόι των ΗΠΑ και προσθέτουν ότι «θα πρέπει να επανεξετασθεί ο ρόλος της μουσικής στην προσωπική ανάπτυξη των παιδιών» 


Τα οφέλη των εικαστικών ……..

 Η Εικαστική Αγωγή, επιτυγχάνει τη μύηση του νέου ανθρώπου στη δημιουργική διαδικασία μέσα από την πράξη. Η πράξη της δημιουργίας προσφέρει ένα νέο τρόπο όρασης. Μαθαίνει το παιδί να συλλαμβάνει τον κόσμο που το περιβάλλει πολυδιάστατα, μέσα από τη Μορφή, το Σχήμα, το Χώρο, την Κίνηση. Κάθε παιδί που δημιουργεί αισθάνεται τον ενθουσιασμό της ελεύθερης έκφρασης. Κινητοποιεί τη γονιμοποίηση της φαντασίας, της γνώσης, του ψυχισμού και της δεξιότητας. Ταυτόχρονα, η διδασκαλία της τέχνης  αναπτύσσει την κοινωνικότητα και ξεπερνά τον ατομικισμό, αφού αποκλείει το στοιχείο της απόρριψης και παροτρύνει την ενεργή συμμετοχή και συνεργασία. Επομένως, η τέχνη είναι «τόπος ελευθερίας και έκφρασης όσο και τόπος συνάντησης με τους άλλους.»

Tuesday, September 27, 2016


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Έναρξη Εγγραφών

ΑΡΧΙΣΑΝ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΙ ΧΟΡΟΙ!!!

 Ο Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Σκοπέλου βρίσκεται στη ευχάριστη θέση να ανακοινώσει  ότι οι εγγραφές για τα  μαθήματα:
·         παραδοσιακού χορού (από 4 ετών και άνω)
·         μπαλέτου (από 4  έως 12 ετών)
·         μοντέρνου χορού (από 6 ετών και άνω)
·         μουσικών οργάνων (Ακορντεόν, αρμόνιο, πιάνο (από 10 ετών και άνω), μπουζούκι, κιθάρα (από 6 ετών και άνω)
·         καλλιτεχνικού εργαστηρίου (Μοντέρνες τέχνες, χειροτεχνίες, ζωγραφική, γλυπτική, κεραμική κτλ από 4 ετών και άνω) για παιδιά και ενήλικες.
ξεκίνησαν και θα ολοκληρωθούν έως τις  30/09/2016. Οι αιτήσεις για τους μαθητές θα μοιραστούν και στα σχολεία και θα συλλεχθούν την Παρασκευή 30/09.
    Όσοι επιθυμούν να εγγραφούν στον παραδοσιακό χορό και  μουσικά όργανα παρακαλώ να επικοινωνήσουν στα παρακάτω τηλέφωνα:
Χρήστος  Τσιουρής:  6944 417 953
Σεραφείμ Κονταξής: 6974 092 917
     Όσοι επιθυμούν να εγγραφούν στο μπαλέτο, μοντέρνο χορό και καλλιτεχνικό εργαστήρι παρακαλώ να επικοινωνήσουν στα παρακάτω τηλέφωνα:
Σπυριδούλα Μπετσάνη    6907 594 164
Μάγδα Στιβαχτή             6971 950 308
    Η Συνάντηση - ενημέρωση θα πραγματοποιηθεί στις 30/09, ημέρα Παρασκευή, στον ΟΡΦΕΑ, στις 18:30.
ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!!!!!!!!








Sunday, June 26, 2016


Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Σκοπέλου
Καλοκαιρινές Δράσεις για Παιδιά!!

 Ο Σύλλογος σε συνεργασία με το Visual Arts Summer Studio, διοργανώνει δράση για 15 παιδιά ηλικίας από 8 έως 12 χρονών. Η Αμερικανίδα καθηγήτρια Zoe Blatt και η βοηθός της Θεοδώρα Παναγιωτοπούλου, θα διδάξουν ζωγραφική και χαρακτική, σε ένα ασφαλές και διασκεδαστικό περιβάλλον, όπου οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία μαζί με τους φίλους τους να διδαχθούν νέα πράγματα. 
Το πρόγραμμα θα ξεκινήσει στις 7 Ιουλίου και θα λήξει στις 21 Ιουλίου με αποκορύφωμα την έκθεση των παιδιών στις 23 Ιουλίου. Τα μαθήματα θα  πραγματοποιούνται κάθε Δευτέρα και Πέμπτη από τις 10:00 έως τη 13:00, στην αίθουσα του «Σκόπελος Ίδρυμα  Τεχνών»  (Skopelos Foundation For the Arts). H επιλογή των παιδιών θα γίνει με σειρά προτεραιότητας.




Περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο και το κόστος συμμετοχής παρακαλώ επικοινωνήστε στο : 6907594164,  Σπυριδούλα Μπετσάνη.

Saturday, April 30, 2016

 ΠΟΛΙΤΙΣΚΟΣ  ΚΑΙ  ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ  ΣΥΛΛΟΓΟΣ  ΣΚΟΠΕΛΟΥ



ΤΟ  ΑΓΙΟ  ΦΩΣ  ΤΗΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ  ΤΟΥ  ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ,  ΑΣ  ΦΩΤΙΣΕΙ  ΤΙΣ  ΨΥΧΕΣ  ΚΑΙ ΤΙΣ  ΖΩΕΣ  ΟΛΩΝ  ΜΑΣ!!!!





Ο  ΧΡΙΣΤΟΣ   ΑΣ  ΜΑΣ  ΔΩΣΕΙ  ΤΗ  ΔΥΝΑΜΗ   ΓΙΑ  ΤΗ  ΔΙΚΗ  ΜΑΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΗ  ΑΠΟ  ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ  ΣΤΟ  ΑΠΟΛΥΤΟ  ΦΩΣ!!!!

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!


ΤΟ  Δ.Σ.

Wednesday, April 20, 2016

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΣΚΟΠΕΛΟΥ

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΣΚΟΠΕΛΟ


Το Σάββατο του Λαζάρου



       Τα πασχαλινά έθιμα στην Σκόπελο ξεκινούν απο το Σάββατο του Λαζάρου. Την ημέρα εκείνη, οι γιαγιάδες και οι μητέρες, έφτιαχναν (και φτιάχνουν ακόμη) απο ζυμάρι ένα ψωμάκι, σε σχήμα μικρού παιδιού, για μάτια έβαζαν δύο μοσχοκάρυδα, τα χέρια απο ζύμη και αυτά, σταυρώμενα, στα οποία τοποθετούσαν ένα φύλο απο βάγια, και το φύλευαν στα εγγόνια τους ή στα παιδιά τους αντίστοιχα. Αυτά έπαιρναν το ψωμένιο Λαζαράκι και γύριζαν στα σπίτια λέγοντας το ομώνυμο τραγούδι, μαζεύοντας χρήματα. Επίσης τα παιδιά έφτιαχαν ένα Λάζαρο (κούκλα) με κουρέλια, το έβαζαν πάνω σε ένα ξύλο και τον περιέφεραν στα σοκάκια. Έμοιαζε σαν σκιάχτρο. Κούρελια απο μέσα και παντελόνι απ'εξω. Κατά την περιφορά του, τραγουδούσαν το γνωστό τραγούδι του Λαζάρου και μάζευαν χρήματα:


Σήκου Λάζαρε και μη πολιοκοιμάσι,
τα βάγια φτάσανε και συ ακόμα κ' μάσι
σήκου Λάζαρι κουρέλ'
από μέσα απ' το βαρέλ'.
Βάγια, βάγια του βαγιού
τρώνι ψάρια κι κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνι κόκκινου αυγό.

  Σήμερα οι γιαγιάδες και η μητέρες εξακολουθούν να φτιάχνουν οι ίδιες ή να αγοράζουν το "λαζαράκι" και να το προσφέρουν ανήμερα του Λαζάρου, στα εγγονάκια τους και τα παιδιά τους.



Η Κυριακή των Βαϊων


     Η Κυριακή των Βαϊων στη Σκόπελο, ήταν μεγάλη γιορτή. Οι πεθερές , που είχαν αρραβωνιάσει τον γιό τους, πήγαιναν την παραμονή στην εκκλησία, έπαιρναν ένα κλωνάρι βάγιας, το χρύσωναν δηλαδή έβαζαν πάνω του χρυσαφικό (κυρίως λίρα) και το έδεναν με άσπρη κορδέλα. Το έδιναν στον Παππά και αυτός την Κυριακή των Βαϊών αφού μοίραζε στον κόσμο την βάγια, φώναζε το όνομα της αρραβωνιασμένης κοπέλας και της έδινε τη χρυσωμένη βάγια. Την μέρα αυτή στο νησί τρώνε όλοι ψάρι.
  Το έθιμο επίσης ήθελε αυτήν τη μέρα, να "χτυπάνε" με τα κλωνάρια της βάγιας, όσους κοιμόντουσαν και αργούσαν να ξυπνήσουν, τραγουδώντας το παραπάνω τραγούδι.
  Σήμερα διατηρείται ακόμη η νηστεία, καθώς και το "χρύσωμα" της βάγιας απο την πεθερά στην αρραβωνιασμένη κοπέλα.
  

Μεγάλη Πέμπτη


     Την Μεγάλη Πέμπτη,  όλοι πήγαιναν στα 12 Ευαγγέλια. Η μετάληψη  γινόταν απο τις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα. Οι καμπάνες ξυπνούσαν τους κατοίκους εκείνη των ώρα και διαρκούσε  απο τις 2 έως τις 6 το πρωί σε όλες τις εκκλησίες εκτός απο την Φανερωμένη. Τα ανύπαντρα κορίτσια, τα οποία δεν έκανε να βλέπει ο κόσμος, κοινωνούσαν απο τις 2 έως τις 3 και έπειτα έφευγαν. Οι άλλοι έμεναν και μετά τις 6 που άρχιζε η λειτουργία. 
Την Μεγάλη Πέμπτη συνήθιζαν να τρώνε αστακό με μάραθα (τότε ήταν φθηνός και υπήρχε σε αφθονία). Την ημέρα αυτή έτρωγαν και λάδι. Επίσης είναι η μέρα που έβαφαν κόκκινα τα αυγά.
  Σήμερα, ο κόσμος πάει απαραιτήτως στα 12 Ευγγέλια, ακόμη και αν δεν μείνει μέχρι τέλος. Επίσης βάφουν τα αυγά και πλάθουν τα κουλούρια. Πλέον οι περισσότεροι (90%), δεν μεταλαμβάνει τα μεσάνυχτα αλλά κυρίως το Μέγα Σάββατο το πρωί.



Μεγάλη Παρασκευή


        Το πρωί αυτής της μέρας τα παιδιά έβγαιναν στο δρόμο και έλεγαν τα κάλαντα “Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...” και τα φίλευαν γλυκά και καρύδια. Το στόλισμα του επιταφίου άρχιζε απο το πρωί Τον στόλιζαν με φυσικά αλλά και τεχνητά λουλούδια, τις λεγόμενες τρέδες , που ετοίμαζαν οι μοδίστρες ένα μήνα πριν. Ήταν χρυσά λουλούδια απο τρες πάνω σε καλαμάκι ή συρματάκι. Σήμερα διατηρούνται τρέδες στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα. Τα λουλούδια του Επιταφίου είχαν και μια θαυματουργή δύναμη (Χριστολούλουδα).
    Οι επιτάφιοι στην Σκόπελο έβγαίνουν με την καθιερωμένη τους σειρά (και σήμερα), ακολουθούμενοι απο χορωδία που ψάλει “ Ω Γλυκύ μου Έαρ”. Πρώτα έβγαίνε του “Χριστού”, μετά του “Αή Γιάννη”, μετά της “Παναγίας” και τελευταίος της “Φανερωμένης”. Ο Επιτάφιος του Χριστού περνούσε απο τον Αη Γιάννη, Παναγία, Φανερωμένη, σταματούσε σε κάθε ενορία και έκανε δεήσεις. Κατόπιν περνούσε απο την παραλία και κατέληγε στην ενορία του, ανεβαίνοντας απο το Μώλο.
     Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι επιτάφιοι περνώντας απο τις άλλες εκκλησίες. Όταν συναντιώντουσαν οι επιτάφιοι στις διάφορες ενορίες ο κόσμος φώναζε “σας μπαταλάραμι”, που σημαίνει οτι ο επιτάφιος τους ήταν πιο όμορφα στολισμένος απο τους υπόλοιπους, ή είχε πιο πολύ κόσμο, που τον συνόδευε. Η έναρξη της πορείας του επιταφίου, συνοδευόταν απο κανονιές ή αλλους είδους πυροτεχνήματα. Όπως και στην Ανάσταση. Τη Μεγάλη Εβδομάδα μάλιστα γινόταν έρανος στην εκκλησία για να συγκεντρώσουν χρήματα για μπαρούτια , που τα αγόραζε ο ίδιος ο Παππάς. Έριχνα νεπίσης με πιστόλες και καριοφύλλια.
    Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής συνηθίζεται να επισκέπτονται όλους τους επιτάφιους για να τους προσκυνήσουν και να δουν ποιός είναι καλύτερα στολισμένος.

Προλήψεις και Έθιμα την Μεγάλη Παρσκευή

     Τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν κάνουν σταυρό και πίνουν ξύδι το πρωί μόλις ξυπνήσουν, πριν πλυθούν. Τρώει ένας – ένας, χωρίς να κάθεται στο τραπέζι, σαλατικά και κουκιά. Δεν κάνουν χειραψίες, ούτε εύχονται "Καλό Πάσχα".  Οι τσοπάνηδες τη μέρα αυτή δεν έφτιαχαν τυρί, γιατί αυτήν τη μέρα δεν κάνει να βράσει τίποτα. Τα παλιά χρόνια έχυναν το γάλα, ενώ άλλοτε το φίλευαν χωρίς χρήματα. Επίσης υπάρχουν και κάποιες άλλες προλήψεις: για να μη ζηλεύει το παιδί, το περνάν τρεις φορές κάτω απο τον επιτάφιο. Για να μην έχουν πονοκέφαλο όλον τον χρόνο, περνάνε κάτω απο το τραπέζι, όπου είναι τοποθετημένο το σώμα του Χριστού, πριν γίνει ο επιτάφιος.
ΑΡΑΤΕ ΠΥΛΑΣ. Όταν ο Επιτάφιος επέστρεφε στην ενορία του, τον κρατούσαν υπερυψωμένο και περνούσε ο κόσμος απο κάτω. Η πόρτα του ναού ήταν κλειστή και απο μέσα περίμενε κάποιος, που υποδυόταν τον “Άδη”. Ακολουθούσε διάλογος ανάμεσα στον Παππά και τον “φρουρό του κάτω κόσμου”, ώσπου ο Άδης συνετρίβεται και “Βασιλεύς της Δόξης” μπαίνει θριαμβευτής στο ναό.
  • “Άρατε Πύλας οι άρχοντες υμών κι εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης”
  • “Φρίτων και τριχών του οδοντάς του” - “Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης”
  • “Κύριος, κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολεμοίς Άρατε Πύλας, οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης”
  • “Τις εστίν ούτος ο βασιλεύες της δόξης”
  • “Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης”
     Τότε με ένα σπρώξιμο υποχωρούσε η πόρτα , ενώ οι ενορίτες χτυπούσαν με μεγάλο θόρυβο τα στασίδια για ζωντανέψουν “οι μοχλοί συνετρίβησαν, εθλάσθησαν πύλαι...”. Στη συνέχεια ο ιερέας έφερε το Τίμιο Σώμα πάνω στη του εντός του ναού ψάλλοντας κατανυκτικά το “Ότε κατήλθες προς τον θάνατον...”. Τα λουλούδια του επιταφίου, τα έπαιρνε ο κόσμος για φυλαχτό. Επίσης τα τέσσερα φανάρια του επιταφίου, που ήταν απο καθαρό κερί, τα έδινε ο παππάς στους ναυτικούς. Ήταν το καλύτερο φυλαχτό για την τρούμπα, τη δίνη που γίνεται συχνά μέσα στη θάλασσα και δημιουργεί ανεμοστρόβιλο, βουλιάζοντας τα πλοία.
  Σήμερα, διατηρούνται στο ακέραιο τα θρησκευτικά έθιμα δηλαδή η περιφορά των Επιταφίων και το "Άρατε Πύλαι..". Ο κόσμος της Σκοπέλου, εξακολουθεί να πίνει ξύδι το πρωί και να μην στρώνει τραπέζι για φαγητό. Ο κόσμος επισκέπτεται τις ενορίες για να θαυμάσει τους Επιταφίους και μερικοί ακόμα φωνάζουν "σας μπαταλάραμε".


Μέγα Σάββατο


     Τούτη η μέρα, είναι μέρα χαράς. Οι νοικοκυρές, ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα για το αναστάσιμο τραπέζι και έστελναν στις κουμπάρες και τους συγγενείς, καλαθάκια με αυγά και κουλούρια ή όσοι κατείχαν φρέσκο τυρί, μυζήθρες και κρέας. Οι νονάδες με τη σειρά τους έστελναν στα ανεδεξίμια την λαμπάδα και ένα ζευγάρι παπούτσια . Oι νύφες πήγαιναν στην πεθερά ψωμένια κουλούρα με λαμπάδα.
    Μέγα Σάββατο, όταν ο Παππάς λέει “Δεύτε λάβετε φως..”, τρέχουν όλοι , ποιός θα το πρωτοπάρει. Με το φως της Αναστάσεως , έκαναν σημάδια στους τοίχους και πάνω απο τις πόρτες, επίσης ανάβαν με αυτό το καντήλι για 40 μέρες. Την ώρα που έλεγε ο Παππάς το “Χριστός Ανέστη”, έξω απο την πύλη έστηναν κανόνια και γέμιζαν μπαρούτι. Ήταν ένα επικύνδυνο έθιμο που κατήργησε η Αστυνομία. Πλέον ρίχνουν βεγγαλικά και φωτοβολίδες.
      Μετά το Χριστός Ανέστη , άρχιζε ο ασπασμός και η λειτουργία που κρατούσε έως τις 2 το πρωί.. Όταν πλησίαζε το τέλος της έβγαινε ο Παππάς στην Ωραία Πύλη και έλεγε “νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες...” και κοινωνούσαν όσοι ήθελαν. Απο νωρίς οι τσοπάνηδες πήγαιναν στην εκκλησία τυρί ανάλατο, μυζήθρες και αυγά κόκκινα για να τα ευλογήσει ο παππάς. Μετά τα έβαζαν στο παγκάρι, και τα μοίραζαν στον κόσμο.
     Δύο ή τρία αδέλφια που είχαν γεννηθεί τον ίδιο μήνα, έβγαιναν απο διαφορετικές εξόδους αφού κοινωνούσαν, άλλος απο την πόρτα και άλλος απο το παράθυρο. Όταν πλησίαζε το τέλος της λειτουργίας, και ο παππάς έλεγε το Χριστός Ανέστη, σήκωνε τη λαμπάδα του και ρωτούσε “Ανέστη Χριστός”, οι δε πιστοί σήκωναν τις λαμπάδες και απαντούσαν “Χριστός Ανέστη”.
  Σήμερα, είναι η μέρα που η μεγαλύτερη μερίδα των κατοίκων μεταλαμβάνει. Οι ντόπιοι εξακολουθούν να ετοιμάζουν μαγειρίτσα για το βράδι. Στέλνουν απο το πρωί τα κόκκινα αυγά και τα κουλουράκια στις κουμπάρες και τους συγγενείς, οι νοννές στέλνουν τις λαμπάδες και τα παπουτσια στα αναδεξίμια. Το βράδι μετά το "Χριστός Ανέστη", μεταφέρουν στο φαναράκι το "Άγιο Φως" και μαζεύονται στο αναστάσιμο τραπέζι για να απολαύσουν τα εδέσματα μετά απο την μεγάλη νηστεία.

ΑΓΙΟ ΠΑΣΧΑ



      Την Κυριακή του Πάσχα οι Σκοπελίτες, την γιορτάζουν στα ''καλύβια”, δηλαδή στις αγροτικές κατοικίες της εξοχής. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι τα πολύ παλιά χρόνια δεν έψηναν τη μέρα του Πάσχα αλλά της πρωτομαγιάς. Και το έθιμο του οβελία γινόταν με τη συμμετοχή κατσικιού και όχι αρνιού. Διότι στην Σκόπελο, οι τσοπάνηδες εξέτρεφαν κυρίως κατσίκια.
     Τη μέρα αυτή, οι τσοπάνηδες δεν έκανε να πιάσουν κόκκινο αυγό, γιατί αν άρμεγαν θα έπιαναν αρρώστια τα γίδια. Μπορούσαν να φάνε το αυγό αν τους το καθάριζε κάποιος άλλος.
Η δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη) γίνόταν το απόγευμα. Ο Παππάς συνήθιζε να φιλά τους άντρες του χωριού για να συγχωρεθεί μιας και δεν επιτρεπόταν τα φιλιά μεταξύ αντρών και γυναικών. Οι νεόνυμφες στην Αγάπη συνηθίζαν να πηγαίνουν στην εκκλησία της Παναγίας και οχι στη δική τους.
     Την Κυριακή το απόγευμα γινόταν και το κάψιμο του Ιούδα. Έφτιαχναν ένα ομοίωμα ανθρώπου, που το γέμιζαν με άχυρο, το οποίο κρατούσε στο χέρι του ένα σακούλι με τα υποτιθέμενα αργύρια. Τον έστηναν σε ένα μεγάλο δένδρο της Παναγίας (για το κάψιμο έπαιρναν άδεια απο τον Παππά ή τον επίσκοπο). Καθένας είχε το δικό του όπλο. Ο επίτροπος έδινε στον καθένα ένα ποτήρι του κρασιού μπαρούτι. Με το σύνθημα άρχιζαν να ρίχνουν και ο Ιούδαν γινόταν παρανάλωμα πυρός. Άλλες φορές το ομοίωμα το έστηναν στον Κομμένο, έναν παλιό λιμενοβραχίονα στο Μώλο. Άλλοτε τον Ιούδα τον έκαιγαν την Κυριακή του Θωμά.
    Τρεις Πέμπτες μετά το Πάσχα δεν έμπαιναν μέσα στο αμπέλι. Της Αναλήψεως δεν κοιμόντουσαν το μεσημέρι για να μην αναληφθούν. Της Πεντηκοστής γινόταν μεγάλο πανηγύρι στον Καλόγερο που διαρκούσε τρεις μέρες.
  Σήμερα, οι σκοπελίτες εξακολουθούν να γιορτάζουν την Κυριακή του Πάσχα στα καλύβια, ψήνοντας κατσίκάκι. Τα έθιμα με το κάψιμο του Ιούδα έχουν εκλείψει.


Κείμενα : Σκοπέλου Λαϊκός Πολιτισμός του Αδαμαντίου Σαμψων, Σπ. Μπετσάνη (Οργανωτική Γραμματέας του Π.Λ.Σ.Σκοπέλου).
Φωτό: Skopelos Web, Εφημερίδα Βόρειες Σποράδες, Google
Επιλογή, Επιμέλεια: Σπ. Μπετσάνη
Για τον Πολιτιστικό και Λαογραφικό Σύλλογο Σκοπέλου

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ - ΜΕΤΕΩΡΑ - ΙΩΑΝΝΙΝΑ - ΜΕΤΣΟΒΟ

  Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ-ΜΕΤΕΩΡΑ-ΙΩΑΝΝΙΝΑ-ΜΕΤΣΟΒΟ 5 ΗΜΕΡΕΣ - 4 ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣ...