Saturday, January 8, 2022

Παλιές Κεντήστρες της Σκοπέλου -- Χρυσούλα και Αλεξάνδρα Καραμπετσάνη

 

Χρυσούλα και Αλεξάνδρα Καραμπετσάνη

Κεντήστρες



<< Η γιαγιά μου έκανε δουλειά σ’ αυτά τα υφάσματα που φέρναν απ' το Ταϊγάνι της Ρωσίας. Μεγάλη πολιτεία το Ταϊγάνι αυτό. Και το φέρναν από κει. Λοιπόν της φαινόντουσαν πώς ήταν σαν χοντροκοπιά. Είπε λοιπόν η γιαγιά μου να το βάλει στον αργαλειό να το υφάνει αυτό το ύφασμα. Αλλά πάλι χοντρκοπιά γινότανε, δεν γινόταν καλό πράγμα, έτσι λεπτό και λέει να το βάλουμε σε τελάρο. Mες σε σατέν και η κλωστή από μεταξοσκώληκα σκοπελιτικόνε. Περνάνε τα σκουλήκια, πιάνουν το μετάξι, το κατεργάζανε εδώ, που είχε τότε εγχώρια και έβγαιναν το βροχό. Ήταν ένα πράμα κάτι σαν αφρός εκείνη η κλωστή, παχιά κλωστή και το βάφουν στα χρώματα που θέλανε και κεντούσαν με αυτά τα φουστάνια.


Και η γιαγιά τότε έγινε μεγάλος ντόρος γιατί τα έβγαλε. Ένας γιατρός λοιπόν της εποχής εκείνης ο Σκαβέτζος , είπε: << κυρία Χρυσάφω να το πάμε στην έκθεση στη Θεσσαλονίκη το οποίο και θα σου βγάλει και σύνταξη. Κυρά Χρυσαφώ είναι ευρεσιτεχνία>>. Λέει αυτή: << α πα πα γιατρέ τέτοια πράγματα δεν μπορεί να γίνουν. Α πα πα να στείλω εγώ τέτοιο πράγμα αλλού να ακουστεί ότι το κανα εγώ. Όχι>>. Και έτσι η γιαγιά πρώτη ξεκίνησε τη σκοπελίτικη φορεσιά. Τότε όλος ο κόσμος τέτοια φουστάνια φορούσε και είχε πολλή δουλειά. Είχες εσύ μία κόρη κι ήθελες να παραγγείλεις ένα φουστάνι το πάαινες στην κεντήστρα και άλλη ήταν αυτή που τα έραβε η μοδίστρα. Τότε έμαθε κι άλλα κορίτσια γιατί είχε μεγάλη πέραση η φορεσιά την φορούσαν όλες οι Σκοπελίτισσες.

Την εποχή της γιαγιάς οι μοδίστρες κάναν αυτή τη βόλτα σαν πλισέ που έχουν στο μουσείο γιατί ήταν στο χέρι εκείνο το πράγμα. Έπρεπε να ήταν εδώ καταϊ στο πάτωμα να το στρώνει να κάνει αυτό το πράγμα και μετά να περάσει η βελόνα πάνω από αυτό στη σειρά. Με μία βελόνα με βροχό με πολύ γερή κλωστή. Τώρα πάνε κι αυτές δεν υπάρχουν ούτε μπόλια ούτε μοδίστρες ούτε κάνεις τα φοράει. Όχι δεν χρειάζεται πια η στολή.



Η γιαγιά μου με τις στολές. Η μαμά μου κεντούσε αλλά όταν μεγάλωσε βέβαια και παντρεύτηκε δεν ασχολιόταν, έκανε τα οικιακά σταματήσανε πλέον αυτά. Ύστερα μείνανε στο αρχείο αυτά τα φορέματα. Δεν υπήρχε η παραδοσιακή φορεσιά. Αυτά συνήθως τα ‘χανε μέσα στα μπαούλα. Τώρα τα βγάλανε και γένονται μασκαράδες τις απόκριες, σε καμία εκδήλωση να πούμε. Αυτά τα ρούχα τα αγοράσανε και πολλοί ξένοι. Το αγόρασαν πανάκριβα αλλά να το πούμε, δεν είναι ακριβά για την εποχή μας γιατί αυτά τα πράγματα δεν υπάρχει άνθρωπος να τα κάνει, δεν υπάρχουν τα υλικά πρώτα από όλα γιατί τα έχουν ακριβά. Τα δώσαμε όλα κι όσοι είχανε δεν τα κρατήσανε. Τώρα είδαν τι αξία έχουν αυτά. Να η μητέρα μου δύο φορέματα είχε, τα ‘δωσε, τα φίλεψε σχεδόν δεν ξέραν τι αξία είχαν.



Εγώ από μικρό κοριτσάκι ήθελαν οι γονείς μου να πάω σχολείο. Εγώ όμως ήθελα να κεντάω μου άρεσε αυτό το πράμα. Όταν πήγα σχολείο τότε ήταν δύσκολα τα ταξίδια, πού να πάει το κορίτσι; Mεγάλα εμπόδια. Λοιπόν εγώ όταν πήγαινα στο σχολείο πέρναγα από τους δρόμους και είχαν αυτά τα κουρτινάκια και τα σχεδίαζα στην πλάκα. Είχαμε πλάκες τότες στο σχολείο και τα σχεδίαζα και το βράδυ τα έπλεκα. Έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου: << παιδάκι μου θα το κάνεις, θα το πλέξεις εσύ αυτό το πράγμα;>> και εγώ του έλεγα: << Ναι, θα το πλέξω>> και το έπλεκα από τότε ξέρω να σχεδιάζω και να κεντάω από 10 χρονών.


Στην κατοχή ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί μπακάλικο, ύστερα κηρύχθηκε ο πόλεμος. Ήρθε η αστυνομία και το έκλεισε το μαγαζί και από κει γλιτώσαμε τα πήραμε όλα τα τρόφιμα στο σπίτι αλλά κάποτε σώθηκαν. Ύστερα είχε καεί και το κάτω σπίτι έτσι ο πατέρας μου πήγαινε και έπαιρνε το στάρι από τη Θεσσαλονίκη τράμπα την περιβόητη, δυνατό στάρι και περνάνε άλλα τρόφιμα έτσι εμείς περάσαμε καλά δεν μπορώ να πω. Αλλάζαμε λάδι, το λάδι μας έσωσε τότε γιατί ερχόντουσαν ξένοι με καΐκια και είχαν σιτάρι καλαμπόκι και ζητούσαν λάδι , γιατί σε άλλα μέρη δεν υπάρχει λάδι. Δίναμε λάδι και μας έδιναν τρόφιμα. Ερχόντουσαν και οι Γερμανοί καμιά φορά μας τρομοκρατούσαν αλλά δεν κάναν τίποτα. Δεν είχαμε πρόβλημα φασαρίες τότες. Εν καιρό πολέμου δεν υπήρχε χρήμα μετά τον πόλεμο το κέντημα με βοήθησε πολύ, μετά τον πόλεμο άνοιξε η δουλειά . Έπιανε ο κόσμος λεφτά, δουλέψανε, είχανε άντρες. Εμείς δεν είχαμε και άντρα γιατί ο πατέρας μας πέθανε. Τέλος πάντων την κατοχή χάσαμε τα πάντα, πέθανε και ο πατέρας μας απο τη στεναχώρια του. Τώρα μείναμε εγώ και η αδερφή μου και η μητέρα μου, τι να κάνουμε ; πώς να βγαίνει το οικονομικό, πώς να βγει; Μετά έφυγε και η μητέρα μου και ήμασταν δύο κοπέλες μοναχές.



Ευτυχώς που ξέραμε αυτή τη δουλειά εγώ ήξερα αυτή τη δουλειά μου είχε δείξει μία δική μας. Είναι αρχαία δουλειά δεν είναι σημερινή και περνάει πάρα πολύ στη Σκόπελο. Σε όλα τα σπίτια πρέπει να γίνουν τα προικιά από τη Χρυσούλα Καραμπετσάνενα για να μπει ο γαμπρός. Καταλαβαίνετε και τότε αρχίσανε <<κάνε μου και μένα και του αλλουνού>>, τέλοσπάντων ο ένας έβλεπε τον άλλον και από κείνα τα εργόχειρα ζήσαμε μέχρι σήμερα.




Εργόχειρα όλων των ειδών μεταξοβελονιές, το λασέ αυτό, πλεκτά με το βελονάκι. Εγώ προτιμώ το λασέ με τη βελόνα σαν κέντημα. Όλα μου αρέσουν αλλά σε αυτό είχα ιδιαίτερη συμπάθεια. Και το βελονάκι μου έδωσε πολλά χρήματα. Εγώ ξεκίνησα κάνοντας κεντήματα σε γνωστές που ζητάγανε και σε αυτές, που ήτανε να παντρευτούν. Σεντόνια, γαμπριάτικες παντόφλες πολλά ζευγάρια γιατί τότε έπρεπε να έχει νύφη και τις παντόφλες να πάει ο γαμπρός να βγάλει το βράδυ τα παπούτσια να βάλει τις παντόφλες. Τώρα ο γαμπρός πάει με τη σαγιονάρα. Εμείς λοιπόν δίναμε στο ίδιο το ζευγάρι τις παντόφλες και τις πήγαινε στον τσαγκάρη. Το σχέδιο του ‘χα εγώ τη φόρμα έτσι με τα λουλουδάκια τα κένταγα και τα έδινα στη νοικοκυρά και τα ήγαινε στον τσαγκάρη. Πεθάναν αυτοί οι άνθρωποι πάνε κείνα τα πράγματα τα ωραία, φύγανε και ούτε ξανάρχονται.



Ήταν δύσκολοι καιροί αλλά όμορφοι. Αν και τώρα έχουμε όλες τις ευκολίες. Παραγγελίες είχα πολλές. Έχω φτάσει και έξω από τη Σκόπελο και στην Αθήνα ακόμα, μέχρι τώρα με παρακαλάνε αλλά δεν μπορώ τώρα να δουλέψω κι ούτε έχω και ανάγκη είμαστε και μεγάλες δεν είμαστε μικρές τώρα.

Όσο για τα σχέδια τα βρήκα πριν 100 χρόνια σε ένα αρχείο εκείνα ήταν με καλλιτεχνία φτιαγμένα, να δεις ψηφία καλλιγραφικά πολύ ωραία. Να δεις το Καλημέρα πως το ‘χουνε γραμμένο, πάρα πολύ ωραία γραμμένο. Εγώ πατάω καινούργια, δεν έχω τα σχέδια ήταν παλιά, αλλά εγώ τα συναρμολόγησα, ύστερα βγαίνουν και με το μυαλό μας προσθέτω και αφαιρώ σε δικά μου σχέδια.


Εδώ στη Σκόπελο είχαμε πολλές μοδίστρες κυρίως για τη στολή στο χέρι κεντημένη. Το ασπροκέντημα βέβαια ήτανε τότε στο χέρι που μηχανές δεν υπήρχαν, όλα στο χέρι γινόντουσαν αυτά. Και την εποχή της μαμάς πάλι στο χέρι γινόντουσαν μετά άρχισαν οι μηχανές και παρακολουθούσαν κάτι κορίτσια μικρά. Ήρθε εδώ μία του Singer πριν το πόλεμο για να δείξει το 1935 νομίζω ήταν θυμάμαι, είμεθα εδώ γειτονιά αλλά δεν πήγα να μάθω, δεν μου έκανε γούστο η μηχανή, το χέρι μου άρεσε εμένα.

Αλλά και κεντήστρες είχαμε πολλές τώρα δεν υπάρχει γιατί ήταν και ηλικιωμένες. Απ αυτές τις παλιές ήταν η Συνιορίτσα θυμάμαι, στον άντρα της Παπαευσταθίου. Πριν τον άντρα της κένταγε που ήταν ελεύθερη, ήταν κι άλλες που να τις θυμάμαι αυτά είναι πολύ παλιά πράγματα μας τα λεγε η μητέρα μας που της τα έλεγε η γιαγιά μου.


                                                              


Όμως πολύ μεταξοβελονιά έχει στη Γλώσσα πάρα πολύ ωραία πράγματα είχαν. Και από παλιά και σήμερα συνεχίζουν. Ακόμη και αργαλειούς πολλούς, τώρα δεν υπάρχει κανένας. Μόνο μία κοπέλα στη γειτονιά μας που το δουλεύει, αυτή κάνει χάλια με λουλούδια της παλιάς εποχής ακόμα τα υφαίνει και τα πουλάει. Παραγγελίες μόνο του παραδοσιακού κιλίμι.




Το κέντημα σημαίνει χαρά για μένα μου αρέσει πάρα πολύ. Ώρες, όμως όχι ώρες, όσο θέλω. Το παίρνω το κομμάτι όσο θέλω και το φτιάχνω όποτε θέλω. Δεν ήταν μεροκάματο να με ελέγχει κανείς, δούλευα όσο μπορούσα. Μου αρέσει πολύ το κέντημα μέχρι τώρα μου αρέσει. Τώρα έχουμε λύσει το οικονομικό μας έχουμε και μία σύνταξη απ’ αυτήν τη δουλειά. Αυτή η δουλειά έχει πολλά λεφτά και μέχρι σήμερα, καλή δουλειά να βγάλεις για όλη σου τη ζωή να τα πάρουν και τα παιδιά σου. Τώρα δεν κάθονται οι κοπέλες τώρα είναι το λύκειο του γυμνασίου.>>


Μεταφορά απο το βιβλίο : ΣΚΟΠΕΛΟΣ – Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ – ΟΙ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΕΣ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ…., ΕΟΜΜΕΧ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΚΟΠΕΛΟΥ.

Αφήγηση: Χρυσούλα και Αλεξάνδρα Καραμπετσάνη, γεννηθείς το 1922 και το 1927 αντίστοιχα.

Επιμέλεια: Αλέκα Μπουτζουβή 


No comments:

Post a Comment

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ - ΜΕΤΕΩΡΑ - ΙΩΑΝΝΙΝΑ - ΜΕΤΣΟΒΟ

  Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ-ΜΕΤΕΩΡΑ-ΙΩΑΝΝΙΝΑ-ΜΕΤΣΟΒΟ 5 ΗΜΕΡΕΣ - 4 ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣ...